Τα τελευταία χρόνια, έχει γίνει πολύ δημοφιλής η αγορά ακινήτων που βρίσκονται υπό ενοικίαση. Σύμφωνα με το γερμανικό νόμο, σχεδόν όλοι οι ενοικιαστές έχουν συνάψει συμβόλαια αορίστου χρόνου που τους επιτρέπουν να μένουν στο διαμέρισμα, για όσο καιρό επιθυμούν. Και αν αποφασίσετε να πουλήσετε το διαμέρισμα στο μέλλον, το ποσοστό απόδοσης κεφαλαίου που θα σας έχει προσφέρει το συγκεκριμένο ακίνητο έως εκείνη τη στιγμή, θα το κάνει όλο και πιο ελκυστικό για τους μελλοντικούς αγοραστές.
Σε περίπτωση που χρειαστεί να ξενοικιάσετε το διαμέρισμα στο μέλλον, υπάρχουν λύσεις.
Η αγορά ενός διαμερίσματος μπορεί να συγκριθεί με την τοποθέτηση των χρημάτων σας σε μία τράπεζα αλλά με πολύ πιο ευνοϊκούς όρους. Πάνω από όλα επενδύετε σε ακίνητα που εκτός από τα έσοδα που θα σας αποφέρουν μέσω των μισθώσεων, είναι επίσης πιθανό να ανέβει η αξία τους τη στιγμή της πώλησης.
Γι αυτό το λόγο, οι πελάτες οι οποίοι επενδύουν σε ακίνητα που είναι ήδη νοικιασμένα, έχουν διπλό όφελος.
Ένα άλλο πλεονέκτημα αυτής της αγοράς είναι ότι ο ενοικιαστής πληρώνει ο ίδιος όλα τα κοινόχρηστα (βλ. ενότητα «Κοινόχρηστα») και ο ιδιοκτήτης λαμβάνει το καθαρό ενοίκιο (βλέπε ενότητα «Υπολογισμός απόδοσης ενός ακινήτου»).
Μεγάλοι επενδυτές συχνά αγοράζουν ολόκληρες πολυκατοικίες, οι οποίες ενοικιάζονται πλήρως. Τα έσοδα από τέτοιου είδους επενδύσεις στη Γερμανία αντιπροσωπεύουν το 7,12% κατά ετήσιο μέσο όρο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα εισοδήματα από μισθώσεις μπορούν να φτάσουν ακόμη και το 20%. Παρακαλούμε λάβετε υπόψη σας, ότι η επίσκεψη ακινήτων είναι εφικτή μόνο για ακίνητα που δεν ενοικιάζονται. Στην περίπτωση ενός ενοικιαζόμενου ακινήτου, δεν είναι συνήθως δυνατή η πραγματοποίηση μιας επίσκεψης, γιατί το γερμανικό δίκαιο προστατεύει την ιδιωτική ζωή των ενοικιαστών που πληρώνουν ενοίκιο και έχουν το δικαίωμα να μην επιτρέπουν την είσοδο σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον ιδιοκτήτη και αυτό το πολύ 3 φορές το χρόνο. Ωστόσο, εμείς θα προσπαθήσουμε, σε κάθε περίπτωση να οργανώσουμε μια επίσκεψη, αλλά η πραγματοποίηση αυτής εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τον ενοικιαστή. Σύμφωνα με τις στατιστικές, μόνο το 18% των κατοίκων του Βερολίνου και κατά μέσο όρο το 43% των κατοίκων των υπόλοιπων πόλεων στη Γερμανία, κατέχουν ακίνητα. Όλοι οι υπόλοιποι ζουν σε ενοίκιο. Ως εκ τούτου, η ζήτηση για ενοικίαση κατοικιών υπήρχε και θα υπάρχει για πάντα, γεγονός που καθιστά την αγορά ενός μισθωτού διαμερίσματος μια κερδοφόρα και ασφαλή επένδυση
Κάθε πότε μπορεί να αυξάνεται το ενοίκιο και κατά πόσο;
Η τιμή ενοικίασης για το ακίνητό σας μπορεί να αυξάνεται κατά 20% κάθε 3 χρόνια, εφόσον δεν υπερβαίνει τη μέγιστη τιμή ενοικίασης της περιοχής/ τμ (Mietspiegel- συγκριτικός πίνακας μισθωμάτων).
Ο συγκριτικός πίνακας μισθωμάτων (Mietspiegel) είναι ένα δεδομένο που παρέχει η κυβέρνηση, αναλύοντας το πόσο ενοίκιο πληρώνεται ανά τμ σε κάθε ζώνη και καθορίζει το μέγιστο ποσό μίσθωσης που επιτρέπεται να ζητηθεί από έναν παλιό ενοικιαστή. Αυτά τα δεδομένα ανανεώνονται κάθε δύο χρόνια, δεδομένου ότι οι τιμές της αγοράς καθοδηγούνται ανάλογα με τη ζήτηση της περιοχής.
Παραδείγματα:
Εάν αγοράσετε ένα ενοικιαζόμενο διαμέρισμα => πρώτα πρέπει να μάθετε πριν πόσο καιρό έκανε αύξηση ο προηγούμενος μισθωτής:
- Εάν το ενοίκιο έχει μόλις αυξηθεί, θα πρέπει να περιμένετε 3 χρόνια.
- Εάν δεν έχει αυξηθεί τα τελευταία 3 χρόνια, τότε μπορείτε να το αυξήσετε εκ νέου.
- Εάν κατά το πρώτο έτος, η τιμή αυξηθεί κατά το 20%, δεν μπορεί να αυξηθεί περισσότερο μέχρι το 4ο έτος.
- Εάν κατά το πρώτο έτος, η τιμή αυξηθεί μόνο κατά το 10%, μπορεί να αυξηθεί πάλι κατά το 10% τα επόμενα 2 χρόνια.
Εάν αγοράσετε ένα άδειο διαμέρισμα => μπορείτε να καθορίσετε εσείς το ενοίκιο που θέλετε, μέσα σε λογικά πλαίσια, βέβαια, έτσι ώστε να υπάρξει ζήτηση. Τη στιγμή που θα θέσετε την τιμή ενοικίου, μπορείτε να την αυξάνετε κατά 20% κάθε 3 χρόνια.